έγχελυς

έγχελυς
Μυθολογικό θαλάσσιο τέρας της Κω. Κατά τη μυθολογία, το σκότωσε ο βασιλιάς της Κω Κρίσαμης, επειδή του άρπαξε από το μεγάλο κοπάδι του το ωραιότερο πρόβατο. Από τότε η Έ. εμφανιζόταν συχνά στα όνειρα του Κρίσαμη και του ζητούσε να τη θάψει. Επειδή όμως αυτός δεν συμμορφώθηκε με την επιθυμία της, τον εξολόθρευσε μαζί με την οικογένειά του. Οι ερευνητές έδωσαν στον μύθο διάφορες ερμηνείες. Πολλοί θεωρούν ότι το τέρας Έ. είχε σχέση με την Ιεράν έγχελυν, η οποία με το όνομα θεά ή θεά Παρθένος λατρευόταν στη Χαλκίδα και στην περιοχή της λίμνης Κωπαΐδας. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο μύθος σχετίζεται με τη λατρεία του Ασκληπιού και ότι ο Κρίσαμης ήταν πρόγονος του περίφημου γιατρού Ιπποκράτη. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο μύθος φαίνεται ότι προέρχεται από τον αγώνα επικράτησης των παλαιότατων γενών της Κω και κυρίως των Μερόπων και των Ασκληπιαδών.
* * *
και εγχέλυς, ο (AM ἔγχελυς και ἐγχέλυς)
χέλι
νεοελλ.
η μαύρη γραμμή στα άλογα που ξεκινά από τη χαίτη και φθάνει ώς την ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι η λ. έγχελυς προήλθε από συμφυρμό τού τ. έχις «ερπετό» και ενός άλλου άγνωστου τ. που οπωσδήποτε αντιστοιχεί στο λατ. anguilla πιθ. < anguis (πρβλ. και αρχ. πρωσσ. angurgis, λιθ. ungurỹs)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἔγχελυς — eel fem nom sg ἔγχελυς eel fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχέλυς — ἐγχέλῡς , ἔγχελυς eel fem acc pl ἔγχελυς eel fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς. — См. Угря в руках не удержишь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἐγχέλει — ἔγχελυς eel fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἔγχελυς eel fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχέλυες — ἔγχελυς eel fem nom/voc pl ἔγχελυς eel fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχελέεσσιν — ἔγχελυς eel fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχελέων — ἔγχελυς eel fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχελύεσσιν — ἔγχελυς eel fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχελύων — ἔγχελυς eel fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχέλεες — ἔγχελυς eel fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”